céreo - ορισμός. Τι είναι το céreo
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι céreo - ορισμός


céreo      
s.m.
1 frm. obsl. círio, vela, tocha
2 -angios design. comum às plantas do gên. Cereus , da fam. das cactáceas, com 36 spp., como, p.ex., o mandacaru, nativas do Caribe e do Leste da América do Sul e cultivadas como ornamentais
-etim lat. cerèus,i ( sc. funis 'corda, pavio')'vela, tocha, círio', masc. substv. do adj. cerèus,a,um ' 1 céreo, de cera', de cera,ae 'cera', f.divg. de círio ; o étimo imediato da acp. botânica é o lat.cien. gên. Cereus (1754) -par ver 1 céreo
céreo      
adj. (-1664 cf. JFBarEneid) frm.
1 de cera, feito de cera
2 semelhante à cera
3 que tem a cor da cera
-etim lat. cerèus,a,um 'de cera; cor de cera; flexível; dócil, brando', de céra,ae 'cera'; ver cer(i/o)- -sin/var ceroso -par cério(s.m.) e sério (adj.s.m.adv.)
Céreo      
sm Bot Gênero (Cereus) de cactos da América tropical, na maioria eretos, colunares muito ramificados, com arestas espinhosas e grandes flores noturnas, alongadas, em geral situadas avulsamente ao longo das arestas. Inclui a rainha-da-noite e os mandacarus.